παρασκευάζεσθε

παρασκευάζεσθε
παρασκευάζω
pres imperat mp 2nd pl
παρασκευάζω
pres ind mp 2nd pl
παρασκευάζω
pres imperat mp 2nd pl
παρασκευάζω
pres ind mp 2nd pl
παρασκευάζω
imperf ind mp 2nd pl (homeric ionic)
παρασκευάζω
imperf ind mp 2nd pl (homeric ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • κατάγω — (AM κατάγω) 1. μέσ. κατάγομαι έλκω την καταγωγή, προέρχομαι («κατάγεται από την Ήπειρο») 2. φρ. «κατάγω θρίαμβο(ν)» ή «κατάγω νίκη(ν)» νικώ, θριαμβεύω αρχ. 1. οδηγώ προς τα κάτω, φέρω προς τα κάτω «τὴν ἐκ τῶν ὀρῶν ὕλην κατῆγον εἰς τὸ ἄστυ»,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”